Κοινωνία / Μέλος ΙΙ
Πουλάκια, δένδρα και σφαχτά παίρνουν συχνά φωνή και λόγο στη δημοτική ποίηση. Το Κοινωνία / Μέλος ΙΙ, δημιουργήθηκε από ένα τέτοιο δημοτικό τραγούδι, πλάθοντάς το εκ νέου με στιχουργικές προσθήκες στο ύφος και τον ρυθμό ενός πρωτότυπου, με σκοπό να μεγαλώσει σε έκταση και να αναλυθεί περαιτέρω ως προς την παραστατική του αφήγηση. Μιλά για μια σκοτεινή ιστορία ερωτικού πάθους και διαδοχικών οικογενειακών φονικών. Για τη συγγραφή του βασίστηκα σε παραλογή της Ανατολικής Θράκης, που σώζεται έως μέρες μας. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το αποτέλεσμα αυτού του εγχειρήματος. Εμφανίζονται με τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ γράμματα οι στίχοι του πρωτότυπου και με τα πεζά οι προσθήκες που σχηματίστηκαν κατά τους θερινούς μήνες του 2018. |
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΙΚΡΟΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ, ΜΕΓAΛΟΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Αποβραδύς καρτέραγε τον πετεινό να λάλει
ο Αυγερινός τον πρόσεχε κι η Πούλια τον φιλούσε
Με τη δροσά, με την αυγή και με το πρώτο φέγγος
τραβάει ίσα στο βουνό, καβάλα στ’ ανηφόρι
Για το σκολειό του πάγαινε, τα όρη προσπερνούσε
και στα πουλάκια απάνταγε που τον εκελαηδούσαν
Βάνει στη ράχη τα γραπτά, βάνει στο νου τα λόγια
στου Άγιου κάμει το σταυρό για να τον εφωτίζει
Η σκόλη θέλει κάματο και το σκολειό γινάτι
μα του μικρού του Κωνσταντή τα θάρρητα περίσσια
Στην τάξη πρώτος ‘ρχότανε και στο παιγνίδι πρώτος
ΤΑ ΣΧΟΛΑΣΕ Ο ΔAΣΚΑΛΟΣ ΝΑ ΠΑΝ' ΝΑ ΓΕΥΜΑΤΙΣΟΥΝ
Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ο Μικροκωνσταντίνος
παίρνει την στράτα κι έσυρε, τραβάει με τα ποδάρια
Σκύβει, πίνει, δροσίζεται απ’ το καλό πηγάδι
και ξεδιψάει μονομιάς με το γλυκό νερό του
Ο ουρανός φεγγοβολά, η άνοιξη γεννάται
λιακάδα έκαμνε λαμπρή που μοσχοβόλαε η πλάση
Τη μέρα την ολόφωτη δεν του ‘καμνε χαμπέρι
μήτε στο σπίτι να κλειστεί, μήτε στην εκκλησία
Πιάνει διαβαίνει το ζερβό, το κρυφομονοπάτι
αφήνει πίσω το χωριό, ζυγώνει τη λαγκάδα
Στου πλάτανου του γέροντα κάτω απ’ τον μαύρον ίσκιο
ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΗ ΜΑΝΑ Τ' ΚΙ ΕΠΑΙΖΕ Μ' ΈΝ' ΆΞΙΟ ΠΑΛΗΚΑΡΙ
Ξανθή και νια και όμορφη και γλυκομαυρομάτα
έσκουζε και καμώνονταν πως την πονά το πόδι
Το παλικάρι κόμπαζε πως θα την εγιατρέψει
κι οι δυο γελούσανε μαζί με τα καμώματά τους
Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ο Μικροκωνσταντίνος
γρικά σιμά, ‘φουγκράζεται και μ’ έναν λόγο λέγει
-ΈΝΝΟΙΑ ΣΟΥ ΜΑΝΑ Μ', ΈΝΝΟΙΑ ΣΟΥ ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΗΣΩ
ΒΡΑΔΥ ΘΑ 'ΡΘΕΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΑ ΤΟ 'ΜΟΛΟΓΗΣΩ
Αυτήνα τότες μονομιάς σύγκρυο την κατέχει
πιάνει γυρίζει τον μικρό πιστάγκωνα του λέγει
-Τι είδες, βρέ παλιόπαιδο, και τι θα μαρτυρήσεις;
απ' τα μαλλιά τον άρπαξε, σαν πρόβατο το σφάζει
Βαθιά στα σπλάχνα τ’ αγοριού του μπήγει το μαχαίρι
είναι το αίμα καυτερό και καίει το μαντήλι
Εκείνη δίχως να σκιαχτεί στην πλάτη τον φορτώνει
τον δρόμο δεν λογάριασε, μήτε το μεσημέρι
ΤΟΝ ΈΠΛΥΝΕ, Τ' ΑΛΑΤΙΣΕ, ΣΤΟ ΦΟΎΡΝΟ ΤΟΝ ΠΗΓΑΙΝΕΙ
-ΨΗΣΕ ΦΟΥΡΝΑΡΗ ΤΟ ΦΑΪ, ΣΤ' ΑΛΑΤΙ ΜΗΝ ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ
είναι του γάλακτος ψαχνό, της νιότης νοστιμάδα.
Γυρίζει μέσα στο χωριό με το παιδί στο τάσι
και τάχατες, καμάρωνε την νοικοκυροσύνη
ΝΑ ΚΙ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΤΟΥ ΚΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠ' Τ' ΈΡΗΜΟ ΚΥΝΗΓΙ
-ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ 'ΝΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ; ΠΟΥ 'ΝΑΙ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ;
-ΤΟΝ ΈΛΟΥΣΑ, ΤΟ ΧΤΕΝΙΣΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟ 'ΣΤΕΙΛΑ
μα μέρα που ‘ναι φωτεινή στην εκκλησιά θα παίζει
Χτυπά το άλογο βιτσιά, στην εκκλησιά πηγαίνει
βρίσκει τη μάντρα σφαλιστή, τα μάνταλα σφιγμένα
ΧΤΥΠΑ ΤΟ ΆΛΟΓΟ ΒΙΤΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΗΓΑΙΝΕΙ
-ΔΑΣΚΑΛΑ ΠΟΥ 'ΝΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ; ΠΟΥ 'ΝΑΙ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ;
ΈΧΩ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΝΑ ΤΟ ΔΩ ΚΑΙ ΤΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΩ
ΚΙ ΑΝΑ ΔΕΝ ΤΟ ΔΩ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΝΟΥ ΜΟΥ ΘΕ ΝΑ ΧΑΣΩ
ΧΤΥΠΑ ΤΟ ΆΛΟΓΟ ΒΙΤΣΙΑ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΑΕΙ
-ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ 'ΝΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ; ΠΟΥ 'ΝΑΙ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ;
ΚΑΤΣΕ ΝΑ ΦΑΣ, ΚΑΤΣΕ ΝΑ ΠΙΕΙΣ ΚΙ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΑ 'ΡΘΕΙ.
ΣΤΡΩΝΕΙ ΤΡΑΠΕΖΙ ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΜΕ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΠΙΑΤΑ
Γιομίζει το ποτήρι του, στα μάτια τον τηράει
βάνει μαχαιροπίρουνα και κάμει τον σταυρό της
-Φάγε τ’ Αγά μου, φάγε το, που ‘ναι αχνιστό ακόμη
Με βιάση πίνει το πιοτό, αδειάζει το ποτήρι
και τα μαχαιροπίρουνα στην άκρη τα ζυγώνει
Πιάνει στο χέρι το ψαχνό, πιάνει το νιο σφαχτάρι
ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΪ ΕΜΙΛΗΣΕ ΠΕ ΜΕΣΑ ΑΠΌ ΤΑ ΠΙΑΤΑ
-ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΛΥΚΟΣ ΦΑΓΕ ΜΕ, ΣΚΥΛΟΣ ΚΑΤΕΛΥΣΕ ΜΕ
ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΣΚΥΨΕ ΚΑΙ ΦΙΛΗΣΕ ΜΕ
Μυρμήγκιασε το στόμα του, μαύρισε ο ντουνιάς του
απ' τα μαλλιά την άρπαξε, στο μύλο την πηγαίνει
Πέτρα με πέτρα ακουμπούν, πέτρα την πέτρα σμίγουν
ρίχνει τ’ ανάμεσα στις δυο τη γλυκομαυρομάτα
Αντάρια τα φουστάνια της, σίφουνας τα μαλλιά της
γιόμισε δάκρυα και λυγμούς κι άτιμα παρακάλια
Μα ο άντρας εκουφάθηκε, μα ο άντρας ετυφλώθει
φωνή μεγάλη έβγαλε του μύλου αποκρίθη
-ΆΛΕΣΕ ΜΥΛΕ, ΆΛΕΣΕ ΞΑΝΘΕΣ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟΜΑΤΕΣ
ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΤΕΡΟ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΈΝΑ ΓΡΑΜΜΑ,
ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΣΤΕΙΛΩ ΣΤΟ ΝΤΟΥΝΙΑ, ΝΑ ΤΟ 'ΧΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΘΑΜΑ.
_______ . _______
Έπειτα από πρόσκληση του Αλέξανδρου Πλωμαρίτη, η ιδέα πήρε σάρκα και οστά χάρη στους: Δημήτρη Δεληχριστάκη (λαούτο/φωνή), Λευτέρη Καρέτσο (βιολί/φωνή), Παναγιώτη Μαραγκό (φωνή) και Άγγελο Σιάχο (ταμπουράς/φωνή), υπό τη μουσική επιμέλεια του Γιώργου Πατρώνα. Υλοποιήθηκε επίσης χάρη στο κτήμα gilali (Νίκος Παπαδημητρίου) και τον απίθανο οικοδεσπότη του κρεοπωλείου "Μπούρας", Γιάννη Μπουρούδη και τους συνεργάτες του. Με την κάλυψη των Artcut film and video production services Θερμές ευχαριστίες από όλους μας, στους παρόντες και κοινωνούντες Kapani project 2018 Θεσσαλονίκη |